ἀφρωδῶν

ἀφρωδῶν
ἀφρώδης
foamy
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • διαζωαμινοενώσεις — Οργανικές ενώσεις του τύπου ArN = Ν ΝΗ Ar, όπου Ar, Ar’ αρύλια. Οι δ. παρασκευάζονται συνήθως με επίδραση διαζωνιακών αλάτων σε πρωτοταγείς ή δευτεροταγείς αρωματικές αμίνες. Είναι κρυσταλλικά σώματα, συνήθως με υποκίτρινο χρώμα, ασταθή στις… …   Dictionary of Greek

  • κιτρικό οξύ — Οργανικό οξύ, στο μόριο του οποίου περιέχονται τρεις καρβοξυλικές ομάδες και ένα υδροξύλιο (υδροξυ τρικαρβοξυλικό οξύ). Ο χημικός του τύπος είναι C6H8O7. Βρίσκεται στη φύση ελεύθερο, ενώ συναντάται με τη μορφή αλάτων σε ζωικούς ιστούς και σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”